κηρύλος

κηρύλος
κηρύλος [ῠ], , fabulous sea-bird, sts. identified with ἀλκυών, or the male of that species (cf. Antig. ap. Hsch.), Alcm.26.2, Archil.141 (cf. 49 D.), Arist.HA593b12, Clearch.73, Ael.NA5.48: [full] κειρύλος, Ar. Av.300 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), applied to the barber Sporgilos (from κείρω).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κηρύλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλος — ο (Α κηρύλος και κειρύλος) μυθικό θαλάσσιο πτηνό τού είδους τής αλκυόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κηρ ύλος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η κατάλ. ύλος θεωρείται υποκοριστική. Το αρχικό θ. είναι είτε το κηα (πρβλ.) αρχ. ινδ. śāra «στικτός» και sărī (ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κειρύλον — κηρύλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρύλος — κηρύλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κειρύλου — κηρύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλοι — κηρύλος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλον — κηρύλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλου — κηρύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλους — κηρύλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρύλων — κηρύλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • серый — сер, сера, серо, укр. сiрий, др. русск., русск. цслав. сѣръ, болг. сер (Младенов 578), серей сало, жир , словен. sẹr, sẹrа серый, белокурый , др. чеш. šěry, чеш., слвц. šery, польск. szary, в. луж. šěry, н. луж. šеrу; см. Нич, RЕS 6, 51.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”